πασαλίδικος

πασαλίδικος
-η, -ο
αυτός που χαρακτηρίζει τον πασά («πασαλίδικη ζωή» — ζωή με όλες τις ανέσεις και υλικές απολαύσεις).
επίρρ...
πασαλίδικα
με τρόπο που αρμόζει σε πασά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πασάς / πασαλίκι + κατάλ. -ίδικος (πρβλ. μερακλ-ίδικος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”